- ανατριχιαστικός
- -ή, -όαυτός που προκαλεί ανατριχίλα, φρίκη: Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ανατριχιαστικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανατριχιαστικός — ή, ό 1. εκείνος που προκαλεί ανατριχίλα 2. αυτός που προκαλεί φρίκη ή αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανατριχιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον λογοτέχνη Νικόλαο Επισκοπόπουλο] … Dictionary of Greek
ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… … Dictionary of Greek
καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] … Dictionary of Greek
φρικιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί φρικίαση ή φρίκη, ανατριχιαστικός, αποτροπιαστικός, φριχτός: Φρικιαστικό θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί φρίκη, αποστροφή, ο φρικιαστικός, ο αποκρουστικός, ο απαίσιος, ο φρικαλέος, ο ανατριχιαστικός: Ήταν φριχτό το θέαμα της σφαγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)